χέσιμο

χέσιμο
το, -ατος
αποπάτηση: Πάει για χέσιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χέσιμο — το, Ν 1. κένωση τών εντέρων, αποπάτηση 2. μτφ. χυδαίο βρίσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ τού αορ. έ χεσ α τού ρ. χέζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • αφόδευμα — το (AM ἀφόδευμα) το αποπάτημα, το χέσιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”